- φιλοξένως
- ΝΑ, και φιλόξενα Νβλ. φιλόξενος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φιλοξένως — Φιλόξενος loving strangers masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξένως — φιλόξενος loving strangers adverbial φιλόξενος loving strangers masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόξενος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής διθυράμβων από τα Κύθηρα (435 – 380 ή 379). Όταν οι Αθηναίοι κυρίευσαν την πατρίδα του, μεταφέρθηκε στην Αθήνα αιχμάλωτος και έγινε αρχικά δούλος και έπειτα απελεύθερος του διθυραμβοποιού Μελανιππίδη.… … Dictionary of Greek